- κερνοφόρος
- κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α)1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος*2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόροςὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ' εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό αγγείο» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.